κεστρεύς — κεστρεύς, ὁ (Α) 1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις*, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.) 2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου 3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» για τίμιους άνδρες που… … Dictionary of Greek
κεστρεύς — mullet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρεῖς — κεστρεύς mullet masc acc pl κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρεῖ — κεστρεύς mullet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρεῦσι — κεστρεύς mullet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρεῦσιν — κεστρεύς mullet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρῆα — κεστρεύς mullet masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρῆες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρῆι — κεστρεύς mullet masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρέες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρέος — κεστρεύς mullet masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)