κεστρεύς

κεστρεύς
κεστρ-εύς, έως, ,
A mullet, = νῆστις, Hp.Int.30, Ar.Fr.156, Pl.Com. 29, Arist.HA591a22, Antig.Mir.93, Hices.and Dorio ap.Ath.7.307d, Alciphr.1.7; as nickname of a starveling (since its stomach was found empty), Euphro 2; κ. νηστεύει, prov. of those too honest to make gains, Ath.7.307c, cf. Lib.Ep.332.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεστρεύς — κεστρεύς, ὁ (Α) 1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις*, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.) 2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου 3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» για τίμιους άνδρες που… …   Dictionary of Greek

  • κεστρεύς — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῖς — κεστρεύς mullet masc acc pl κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῖ — κεστρεύς mullet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῦσι — κεστρεύς mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῦσιν — κεστρεύς mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆα — κεστρεύς mullet masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆι — κεστρεύς mullet masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρέες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρέος — κεστρεύς mullet masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”